Καινούριος χρόνος-παλιά μαγικά
New year’s resolutions, ο σουρεαλισμός της Ithell Colquhoun και η θεωρία του Χάους.
Ο Ιανουάριος ως πρώτος μήνας του χρόνου κουβαλάει κάτι από τους παλιούς μαγικούς καιρούς.
Μας δημιουργεί την ψευδαίσθηση μιας αφετηρίας πέρα από την ημερολογιακή, λογιστική χρονιά, μιας ευκαιρίας ξεκινήματος σε ό,τι αφορά το δυνητικό μας μέλλον, κάτι σαν την πρώτη μέρα της υπόλοιπής μας ζωής· μας δίνει την εντύπωση μιας αρχής.
Κι ενός τέλους φυσικά αλλά η αρχή έχει πιο θετικές συνδηλώσεις.
Βέβαια για το 2022, μια ζόρικη χρονιά μπορώ να πω για πολλές και πολλούς από εμάς, και η ιδέα του τέλους (του) ευοίωνη ακούγεται. Σε κάθε περίπτωση, αυτού του είδους η λογική παραπέμπει στη μαγική σκέψη αφού αν το δούμε πραγματιστικά η πρωτοχρονιά (δυστυχώς) δεν είναι η πόρτα που κλείνει την καταπακτή με τα δεινά του πέρσι. Τίποτα δεν προοιωνίζει ότι με την αυγή της θα πάψουν όλα όσα μας έφερε το 2022. Για να το πω πιο κυνικά, δεν είναι κάτι παραπάνω από μια ακόμα μέρα.
Δεν μου αρέσει όμως ο κυνισμός.
Κι η μαγική δύναμη μιας μέρας να γίνεται η αρχή ενός νέου χρονικού κομματιού της ζωής μας –ένας νέος χρόνος―, δημιουργεί και την πίστη ότι μπορούμε να την αλλάξουμε (τη ζωή). Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς ήταν πάντα ένα τελετουργικό πέρασμα μέσα στην ιστορία των ανθρώπων που είτε γινόταν τον Ιανουάριο είτε Μάρτιο, Αύγουστο ή Σεπτέμβριο ή όταν πλημμύριζε ο Νείλος ή όταν εμφανιζόταν ο Σείριος, αποτελούσε περίοδο συναναστροφών και μαζέματος της κοινότητας αλλά και υποσχέσεων, αποφάσεων και νέων στόχων. Ήταν και είναι μια τελετή αλλαγής δηλαδή.
Κι η αλλαγή είθισται να είναι η λέξη που σηματοδοτεί τον Ιανουάριο.
Ακόμα και το πρώτο αυτό newsletter της χρονιάς κουβαλάει ήδη κάμποσες αλλαγές.
Καταρχάς άλλαξα την μέρα αποστολής –κάτι όμως που δεν στοχεύω να το αφήσω μόνιμο, ακόμα είναι υπό σκέψη— και κατά δεύτερον, ενώ είχα σκοπό να μιλήσω για κάτι εντελώς διαφορετικό και είχα ήδη ξεκινήσει να μαζεύω υλικό και να γράφω, ξαφνικά πριν λίγες μέρες άλλαξα πορεία, ίσως μέσα σε μια ευρύτερη διάθεση, ενταγμένη σε new year’s resolutions, στο να είμαι πιο ευέλικτη και ανοιχτή στο συνειρμό, την έμπνευση της στιγμής και τη συγχρονικότητα. Πιο ανοιχτή στις αλλαγές. Και καθώς είχα πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα που συνέκλιναν εκεί, στράφηκε κι εγώ προς αυτήν ακριβώς την ιδέα της αλλαγής, την αλλαγή που επιθυμούμε κάθε αρχή της χρονιάς, την αλλαγή που επείγει –και ευχόμαστε σφοδρά― για τον κόσμο σήμερα, το πόσο λίγο ή πολύ διαφορετική θα θέλαμε να είναι η ζωή μας, το Άλλο που ενδέχεται να υπάρχει (παράλληλα ή στο μέλλον), το δυνητικό και το πραγματικό, το πόσο αλλιώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα για μας ή για τον κόσμο όλο αν κάτι είχε προκύψει διαφορετικά στο παρελθόν μας ή στην ανθρώπινη ιστορία και γενικότερα στην, τόσο blockbuster θα μπορούσα να πω, κουβέντα γύρω από τα εναλλακτικά μέλλοντα που όλο και περισσότερο εμφανίζονται στην τέχνη, τη λογοτεχνία, το σινεμά και γενικότερα στις ποπ αφηγήσεις τα τελευταία χρόνια.
Κυρίως όμως στη δυνατότητα της έντονης επιθυμίας να ταράξει τον χωροχρόνο, στη μαγική δύναμη του ευσεβούς πόθου, την ιδέα της μαγικής σκέψης.

Μαγική σκέψη είναι η πεποίθηση ότι γεγονότα που δεν έχουν κάποια προφανή με ορθολογικά κριτήρια σχέση μεταξύ τους μπορεί να σχετίζονται με κάποιον (μαγικό) τρόπο. Τη συναντάμε, ας πούμε, στις προλήψεις ―το «μάτιασμα» και τη «γλωσσοφαγιά»―, σε ασυναίσθητες καθημερινές «τελετουργίες» ―όπως το «χτύπα ξύλο»― και δεισιδαιμονίες –η μαύρη γάτα― και στις ιδεοψυχαναγκαστικές διαταρχές – όπως ας πούμε αναβοσβήνω τρεις φορές το διακόπτη όταν μπαίνω στο σπίτι ή γυρνάω δυο φορές το κλειδί πριν βγω. Είναι κάτι σαν κατάλοιπο από την νηπιακή μας ηλικία, όταν θεωρούσαμε ότι ο κόσμος διαμορφώνεται από τα αισθήματά μας, και εκφράζει την βαθιά μας αγωνία για έλεγχο στους αστάθμητους παράγοντες του περιβάλλοντος.
Θα επανέλθω όμως.
Η πεταλούδα κι ο κατακλυσμός
Διαβάζω πολλά βιβλία αυτό τον καιρό, ταυτόχρονα σε ένα διαρκές ζιγκ ζαγκ βάση διαθέσεων και χρόνου, κάτι που πάντα έκανα αλλά τώρα, νομίζω, πιο πολύ από ποτέ. Και ομολογώ ότι πάντα ντρεπόμουν γι’ αυτή την αναποφασιστικότητά μου καθώς με κατέκλυζαν ψυχαναγκασμοί –μιλώντας για μαγική σκέψη― γύρω από την άφατη κατάρα που ελλοχεύει για κάθε βιβλιόφιλο που αφήνει βιβλίο στη μέση πριν ξεκινήσει το επόμενο. Έτσι έχω βρεθεί συχνά πυκνά να πιέζομαι να τελειώνω βιβλία που δεν μου αρέσουν σχεδόν διεκπεραιωτικά προκειμένου «να τα βγάλω από τη μέση» και να έχω λιγότερα να τελειώσω.
Πρόσφατα πάντως, διαβάζοντας –ανάμεσα σε άλλα― τα ημερολόγιά της ανακάλυψα ότι και η Virginia Woolf όχι μόνο διάβαζε πολλά βιβλία ταυτόχρονα αλλά ομολογεί ότι υπήρχαν κάποια που κι εκείνη δεν κατάφερνε να τελειώσει. Κάπως έτσι αποενοχοποίησα –μερικώς― την αναγνωστική μου λαιμαργία (και άφησα για πάντα ατελείωτα 2-3 βιβλία).
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν βιβλία που εύχεσαι να μη τελειώσουν –κι είναι σπάνια γι’ αυτό και αξιομνημόνευτα, το έχω βιώσει πρόσφατα με τα βιβλία της Rachel Cusk και της Maggie Nelson― και άλλα, που φτάνεις να τα διαβάζεις μόνο και μόνο από την περιέργεια να δεις που το πάει ο συγγραφέας (το πέρασα βασανιστικά με την Εκμηδένιση του Ουελμπέκ κι ακόμα πιο αξιομνημόνευτα, χειρότερα, παλιότερα με τον πρώτο ―και τελευταίο για μένα— αφόρητα αυτοαναφορικό Αγώνα του Karl Ove Knausgård). Αυτή τη στιγμή, εκτός από τα ημερολόγια της Woolf που κυλάνε σαν το νεράκι κι έχουν γίνει κάτι σαν το comfort book μου, έναν εξίσου απολαυστικό τόμο με κείμενα από το blog της Ursula Le Guin, No time to Spare (2017) (ναι η Le Guin έκανε blog στα 81 της), κι ένα ακόμα φρέσκο-φρέσκο βιβλίο για γυναίκες καλλιτέχνες, το This Dark country της Rebecca Birrell, διαβάζω και ακούω και σε audio book το Life after Life (2013) της Katy Atkinson. Πρόκειται για ένα βιβλίο-θαύμα, έξυπνο, αιχμηρό και πανέμορφο που συζητά με έναν, διαφορετικό από την επιστημονική φαντασία, τρόπο τα εναλλακτικά μέλλοντα, όπως και τους πολλαπλούς δρόμους που θα μπορούσε να πάρει μια ζωή αν άλλαζαν κάποια μεγάλα ή και πολύ μικρά πράγματα· θα τολμούσα επομένως να πω ότι σχετίζεται με αυτό που στη φυσική λέμε ευαίσθητη εξάρτηση από τις αρχικές συνθήκες ή αλλιώς Θεωρία του Χάους.
Τι σχέση έχει η βαριά Θεωρία του χάους με τα new year’s resolutions, τις αλλαγές που ονειρευόμαστε και τα δυνητικά μέλλοντα; Ουσιαστικά αυτό που διαπραγματεύεται η τόσο δημοφιλής στην μεταμοντέρνα μυθοπλασία θεωρία αυτή, είναι το πώς κάθε μικρή, ανεπαίσθητη αλλαγή σε μια διαδικασία μπορεί να φέρει τεράστιες αποκλίσεις από τα αναμενόμενα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Η πεταλούδα και ο κατακλυσμός.
Το θέμα φυσικά και δεν είναι καινούριο. Από τον Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο του Philip Dick και τον Κήπο με τα διακλαδωτά μονοπάτια του Borges μέχρι το Sliding Doors (για να μην πω το Επιστροφή στο μέλλον ή ακόμα καλύτερα, εκείνη την ταινία του Παπακαλιάτη) και το Inglorious Bastards, επιστημονική φαντασία και pop culture έχουν αυτοσχεδιάσει απεριόριστα πάνω στο what if και όσο οι θετικές επιστήμες ανοίγουν –ή κάνουν ευρύτερα γνωστά― νέα κανάλια υποθέσεων τόσο η φαντασία των δημιουργών πιάνει φωτιά. Τα εναλλακτικά μέλλοντα είναι μία από τις πιο παραγωγικές αφορμές για μυθοπλασίες τα τελευταία χρόνια, ίσως γιατί οι σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές και οικολογικές κρίσεις μας έχουν βάλει φρένο στο όνειρο. Όσο το μέλλον μοιάζει αναπότρεπτα σκοτεινό τόσο το μυαλό αναζητά το τι πήγε λάθος.
(Το μέλλον είναι σκοτεινό, γράφει πάνω από έναν αιώνα πριν στις 18 Ιανουαρίου του 1915, στο ημερολόγιό της η Virginia Woolf, κάτι που πιστεύω ότι κατά βάση είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να είναι το μέλλον.)
Πέρα λοιπόν από τα θορυβώδη blockbasters του marvelικού multiverse, τις what if εμπειρίες της απεγνωσμένης πρωταγωνίστριας στο ελαφρύ best seller του φιλοσόφου της καθημερινότητας Matt Haig Μεσάνυχτα στη Βιβλιοθήκη ή τους παράλληλους κόσμους που διασχίζει η Lyra στο εφηβικό αριστούργημα His Dark Material του Philip Pulman, σε μια ακόμα πιο πρόσφατη αφήγηση, το καταιγιστικό αλλά ιδιαίτερα συναρπαστικό φιλμ Everything everywhere all at once (2022), με την υπέροχη Michelle Yeoh, μπαίνει –έτσι όπως τουλάχιστον το ερμήνευσα εγώ—κι ένας ακόμα παράγοντας στη δημιουργία του multiverse, αυτός της επιθυμίας. Πρόκειται φυσικά για μια ακόμα ανθρωποκεντρική θεώρηση –όσο κι αν βρήκα εξαιρετικά συγκινητική και εύστοχη τη σχέση μητέρας-κόρης που είναι το κέντρο σε αυτή την μαγική και παράξενη ταινία—η «δημιουργία» ή διαμόρφωση των πολλαπλών πραγματικοτήτων από τις αγάπες, τους θυμούς ή τις απογοητεύσεις μας, αλλά γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρουσα αν, συνδυασμένη ίσως με τους φιλοσοφικούς υπαινιγμούς του Borges στα μονοπάτια του, εκφράζει αυτό το κάπως τρομακτικό ενδεχόμενο: μια βαθειά επιθυμία ή ένα έντονο αίσθημα αγάπης, μίσους ή ζήλιας, να μπορούσαν από μόνα τους να επηρεάσουν την τρέχουσα, την «πραγματική» πραγματικότητα, να τη δονήσουν, κατά κάποιον τρόπο, (μέσα από τη δημιουργία ενός δυνητικού σύμπαντος;) ή να την «τραβήξουν» λίγο προς την κατεύθυνσή τους.
Aka μαγική σκέψη.
Σκέφτομαι λοιπόν τώρα, στην αρχή μιας μετέωρης χρονιάς, όταν το πολύ άμεσο παρελθόν μας έμαθε με σκληρό τρόπο ότι το αναπάντεχο παραμονεύει πάντα στη γωνία (αφού το μέλλον είναι πάντα σκοτεινό):
Μήπως τούτη την τρομερή ιστορική στιγμή που διασχίζουμε, αυτούς τους τρέχοντες «ενδιαφέροντες καιρούς», χρειαζόμαστε λίγη παραπάνω μαγεία και η ανάγκη αυτή ψάχνει τρόπους να κρυφτεί ή να δικαιωθεί πίσω από την επιστήμη; Μήπως όλη αυτή η θύελλα πληροφορίας και απόλυτης συνθετικής γνώμης που μας τρατάρουν τηλεόραση και διαδίκτυο ήδη από την αρχή του αιώνα, αυτή η βαριά και τραχιά κουβέρτα του ορθολογισμού και της επιστημονικής αλήθειας που τσιτώνει από στατιστικές και έγκυρες απόψεις ―για τις οποίες συχνά πυκνά ούτε καν γνωρίζουμε την προέλευσή τους―, αυτή η αδαμάντινη επιφάνεια ―που θολώνει εύκολα από το κατασκευασμένο και το εσκεμμένα ψευδές—όλων όσων αποκαλούμε πραγματικότητα είναι πλέον όχι μόνο ασφυκτική αλλά και αμφισβητήσιμη;
Το πλέγμα της μέχρι τώρα ιστορικής αλήθειας –επιτήδεια υφασμένο για αιώνες από τον λευκό δυτικό άντρα και τους μαρμάρινους πατριαρχικούς θεσμούς του όπως οι εκκλησίες και τα εθνικά κράτη― αρχίζει έστω και ανεπαίσθητα, έστω και πολύ αργά, να ξηλώνεται από τις πολλαπλές υποκειμενικότητες που βρίσκουν επιτέλους φωνή και φρέσκο χώμα για να βλαστήσουν. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο #metoo και το #blacklivesmatter και το #LGBTQpride, τα κινήματα ενάντια στο ageism, το body shaming και τον αποκλεισμό των ατόμων με ειδικές ανάγκες, η μαγεία χωράει να αναδυθεί, γιατί για τις μεγάλες ανθρωπιστικές επαναστάσεις –με όποιο τρόπο κι αν είναι να συμβούν― χρειάζεται και πίστη στο θαύμα. Όχι όμως το αυστηρό θρησκευτικό, αυτό που θέλει ανταλλάγματα, προσευχές, κεριά και κατανύξεις αλλά στο άγνωστο, το θαύμα των ανθρώπων και της φύσης, αυτό που θέλει μόνο επιμονή και πίστη στην αλλαγή, στη δυναμική της ορμής και της τυχαιότητας.
(Αυθόρμητα μου βγαίνει εδώ να πω «αν υπάρχει τυχαιότητα» με φόβο να χαρακτηριστώ ντετερμινίστρια, πρόκειται όμως για μια προδιάθεση που πηγάζει κάπως από το «δεν υπάρχει σιωπή» του John Cage, όσο κι αν ο ίδιος ο Cage αποζητούσε την τυχαιότητα, όπως αυτά τα στοιχεία που βρίσκουμε στη σιωπή αν την αφουγκραστούμε, κάνοντας αυτά τα στοιχεία μουσική απάλλασσε εντέλει την τυχαιότητα από την μη-σκοπιμότητά της.)
Φυσικά και δεν πιστεύω ότι αν χτυπήσω ξύλο θα φύγει το κακό ή αν φορέσω χάντρα θαλασσιά δεν θα με «ματιάσουν» ή αν δω μαύρη γάτα τη μέρα της συνέντευξης δεν θα με πάρουν στη δουλειά, ή αν ξεκινήσω πρότζεκτ Τρίτη ή Παρασκευή και 13 δεν θα πάει καλά. Δεν πιστεύω στα βουντού και την συμπαθητική ή μεταδοτική μαγεία ούτε στα ζώδια ή στα ταρό αν και όλα αυτά τα βρίσκω γόνιμες αφορμές για ωραίες ιστορίες (και λατρεύω τις ωραίες ιστορίες, πχ έχετε ακούσει την ιστορία για τις δεισιδαιμονίες γύρω από τις παραστάσεις του Μάκβεθ;), πηγές έμπνευσης και εδάφη ανάπτυξης της φαντασίας και της δημιουργικότητας όπως είναι και το Ι Τσιγκ (που υπήρξε και για τον Cage βάση πρακτικής για κάποιες συνθέσεις του).
Αυτό που πιστεύω είναι ότι η μαγική σκέψη όταν δεν είναι τρομακτική, εμμονική και επιθετική μπορεί να απαλύνει ενίοτε το πνεύμα και να δημιουργήσει ελπίδες ―και όσες και όσοι ελπίζουν είναι πιο δυνατές και δυνατοί. Μπορεί επομένως να γίνει μαξιλάρι στο σκληρό πάτωμα του υπαρξισμού.
Αφενός.
Και αφετέρου, ο τρόπος που αφήνομαι καμιά φορά να πιστέψω στο μαγικό είναι πιο εμφανής σ’ εκείνη την υπέροχη ταινία του Denis Villeneuve, στο The Arrival όπου το ότι η πρωταγωνίστρια προ-βλέπει το μέλλον –ας πούμε—υποτάσσεται σε μια συγκεκριμένη θεωρία για τον χρόνο ως πιθανή εξέλιξη/αναγνώριση των δυνατοτήτων των ανθρώπινων αισθητηρίων (πέφτω λοιπόν κι εγώ αναπόφευτα στην παγίδα της απενοχοποίησης της μαγείας μέσω της επιστήμης).
Η μαγεία όμως πάντα δεν ήταν ένας τρόπος ερμηνείας όλων όσων δεν είχε ακόμα τοποθετήσει η επιστήμη στις τρέχουσες θεωρίες της;
Ίσως και όχι μόνο.
Η μαγεία, απ’ την αρχή
Η Βελγίδα φιλόσοφος Isabel Stengers, ξεκίνησε ως Χημικός, έγραψε μαζί με τον Νομπελίστα Ilia Pregogine κάποια από τα πιο εμβληματικά βιβλία της σύγχρονης επιστήμης πάνω στη θεωρία του χάους και των πολύπλοκων συστημάτων, συζήτησε με τον Bruno Latour και την Donna Haraway και σήμερα θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές φιλοσόφους της επιστήμης.
Στο Reclaiming Animism, ένα δοκίμιο του 2012, η Stengers μέσα στο ευρύτερο πνεύμα μιας «από-αποικιοποίησης της σκέψης», επικαλούμενη μια αποκατάσταση του ανιμισμού, προσεγγίζει την μαγεία ως μια επιτελεστική μέθοδο συσσώρευσης γνώσης – ή μάλλον επιφοίτησης αφού σε αυτή την περίπτωση ―των μαγικών τελετουργιών και τελετών― οι συμμετέχουσες/οντες ουσιαστικά ανακτώντας την ένωσή τους με τη φύση γίνονται μύστες των μυστηρίων της. Αυτά που θεωρούμε ανθρώπινες ιδέες, η σοφία και η επιστημονική γνώση καταγεγραμμένες και μοιρασμένες ανήκουν σε ένα κόσμο «πέραν των ανθρώπων», μας λέει η φιλόσοφος, έναν χώρο ευρύτερο και πλουσιότερο από ό,τι έχει προδιαγράψει η σύγχρονη δυτική, ανθρωποκεντρική και αποικιοκρατική Επιστήμη.
«Η Επιστήμη όταν την εννοούμε στον ενικό και με Ε κεφαλαίο, μπορεί πράγματι να περιγραφεί ως μια γενική κατάκτηση με στόχο να μεταφράσει ό,τι υπαρκτό σε αντικειμενική, ορθολογική γνώση. Στο όνομα της Επιστήμης, έχουν κριθεί ολόκληροι λαοί και η ίδια αυτή κρίση έχει καταστρέψει τη σχέση μας με τους εαυτούς μας (…)
Τα επιστημονικά επιτεύγματα, από την άλλη, πρέπει να τα σκεφτόμαστε ως "περιπέτειες των επιστημών" (στον πληθυντικό και με μικρό ε). Η διάκριση μεταξύ μιας τέτοιας περιπέτειας και της Επιστήμης ως γενικής κατάκτησης ε ίναι σίγουρα δύσκολη υπόθεση αν αναλογιστούμε τι γίνεται στο όνομα της Επιστήμης σήμερα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να το κάνουμε γιατί μας ανοίγει μια νέα προοπτική: αυτό που ονομάζεται Επιστήμη, ή η ιδέα ενός ηγεμονικού επιστημονικού ορθολογισμού, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως το ίδιο το προϊόν μιας αποικιοκρατικής διαδικασίας.(…)»
Μήπως ο λόγος αυτής της ανθρωποκεντρικής έπαρσης των θετικών επιστημών είναι η γραφή; Μια γραφή-καταγραφή, φυλακισμένη σε ατσάλινες ορολογίες και δομές και στερημένη από την ενσυναισθησιακή επιτελεστικότητα της μαγείας, που παρουσιάζει αυτό που ανήκει στη φύση ως αποκλειστικά ανθρώπινο; αναρωτιέται η φιλόσοφος.
«[Ό]ταν το κείμενο γράφεται, λαμβάνοντας μια "αμετάβλητη μορφή", μπορεί κάλλιστα να επιβληθεί ως ανθρώπινης προέλευσης —ακόμη και δίνοντας την εντύπωση ότι μπορεί να είναι το όχημα για την πρόσβαση στις προθέσεις του συγγραφέα, για να κατανοήσουμε τι "εννοούσε να επικοινωνήσει" και γι’ αυτό που είναι δικό μας να "καταλάβουμε." Υπό αυτή την λογική, η πλατωνική ψυχή μπορεί να γίνει ένας ορισμός χωρισμένος από την εμπειρία, κάτι που εμείς έχουμε και που η "φύση" δεν έχει.(…)
[Μ]όλις "καταγραφούν", οι ιδέες μας δελεάζουν να τις συσχετίσουμε με ένα καθορισμένο και γενικότερα κατανοητό νόημα, αποκόπτοντας την εμπειρία της ανάγνωσης από εκείνη της γραφής. Αυτό συμβαίνει ακόμη περισσότερο σ’ έναν κόσμο που είναι πλέον κορεσμένος από κείμενα και σημάδια που απευθύνονται στον "οποιονδήποτε"—διαχωρίζοντάς μας από τον "ευρύτερο από τον άνθρωπο" κόσμο στον οποίο ωστόσο ανήκουν οι ιδέες.
Η Stengers διερευνά το ζήτημα του τι είναι «φυσικό» και τι «υπερφυσικό» παρατηρώντας ότι σήμερα φυσικό θεωρείται ό,τι μπορεί να εξηγηθεί από την Επιστήμη και αντιστοίχως «υπερφυσικό» ό,τι αμφισβητεί τις εξηγήσεις αυτές –μια θεώρηση που αναγκαστικά διχοτομεί τις πεποιθήσεις μας: ή θα πιστεύουμε ότι καθώς η Φύση κυβερνάται από την Επιστήμη ό,τι μοιάζει μαγικό ερμηνεύεται επιστημονικά, είτε ότι εκτός από όλα όσα μας διδάσκει η επιστήμη υπάρχουν και δυνάμεις που υπερβαίνουν τη Φύση. Με αυτό τον τρόπο όμως κατασκευάζεται ένα περιβάλλον στείρο σε κάθε είδους ριζωματικών συσχετισμών.
«Η μισο-ξεχασμένη περίπτωση του μαγνητισμού προσφέρει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση εδώ. Τον 19ο αιώνα, ο μαγνητισμός προκάλεσε ένα παθιασμένο ενδιαφέρον που θόλωσε τα όρια μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού. Η φύση έγινε μυστηριώδης και το υπερφυσικό κατοικήθηκε από αγγελιοφόρους που έφερναν μηνύματα από το υπερπέραν σε μέντιουμ που βρίσκονταν σε μαγνητική έκσταση—μια πολύ διαταραγμένη κατάσταση που δικαιολογημένα προκάλεσε την εχθρότητα τόσο των επιστημονικών όσο και των εκκλησιαστικών θεσμών.(…)»
Και κάπου εδώ έρχεται και η τέχνη στη συζήτηση μέσα από –τι άλλο;― τον σουρεαλισμό που επιχειρεί να ανακτήσει τις συνδέσεις αυτές μέσα στο δικό του περιβάλλον. Ακόμα κι εδώ όμως διατηρείται κάποια μετριοπάθεια αν όχι συστολή:
«Μια αξιομνημόνευτή προσπάθεια έγινε από τον σουρεαλιστή ποιητή André Breton»
μας θυμίζει η Stengers,
«που ισχυρίστηκε ότι ο μαγνητισμός πρέπει να αφαιρεθεί από τα χέρια επιστημόνων και γιατρών, οι οποίοι τον ακρωτηριάζουν μέσω πολεμικών επαληθεύσεων που κυριαρχούνται από υποψίες για πιθανούς κομπογιαννίτες, για αυθυποβολές ή σκόπιμες εξαπατήσεις. Για τον Μπρετόν, το θέμα δεν ήταν να επαληθευθεί το τι βλέπουν τα «μαγνητισμένα» μέντιουμ ή να κατανοηθούν οι αινιγματικές θεραπείες, αλλά να καλλιεργηθούν διαυγείς εκστάσεις (αυτοματισμοί) μέσα στο περιβάλλον (milieu)της τέχνης, με απώτερο στόχο τη διαφυγή από τα δεσμά της κανονικής, αναπαραστατικής αντίληψης. Το περιβάλλον της τέχνης όφειλε να εξερευνήσει τρόπους για να "ανακτήσει τις ψυχικές μας δυνάμεις.”
Η πρόταση του Μπρετόν είναι ενδιαφέρουσα, καθώς το περιβάλλον της τέχνης θα μπορούσε πράγματι να υποστηρίξει και να διατηρήσει τα αποσταθεροποιητικά φαινόμενα που σχετίζονταν με τον μαγνητισμό. Ένα τέτοιο περιβάλλον θα μπορούσε ίσως να παράγει τη δική του πρακτική γνώση των «εκστάσεων»—μια γνώση που θα ασχολείτο μόνο με τα αποτελέσματά τους, αδιάφορη για το αν οι αιτίες ήταν "φυσικές" ή "υπερφυσικές". Ωστόσο, η πρόταση του Μπρετόν δεν ήταν τόσο πρακτική όσο μάλλον οικειοποιητική, σφραγισμένη μ’ έναν τυπικό μοντερνιστικό θριαμβισμό. Για εκείνον, η τέχνη ήταν υπέρτατη, όχι μια πρακτική μεταξύ άλλων πρακτικών, αλλά η τελική εκδήλωση του "σουρεαλιστικού", εξαγνισμένη από δεισιδαιμονικές πεποιθήσεις—όπως ο ανιμισμός.
Επομένως, δεν θα αποσκοπούσε ποτέ να κάνει ριζωματικές συνδέσεις με άλλες πρακτικές που διερευνούν επίσης μια μεταμορφική (και όχι μια αναπαραστατική) σχέση με τον κόσμο. Δεν θα τα έσπαγε ποτέ με την αντίληψη που εξακολουθεί να κυριαρχεί σε τόσες πολλές "διεπιστημονικές" συναντήσεις, ότι η "υποκειμενικότητα" της άποψης του καλλιτέχνη έρχεται σε αντίθεση με την "αντικειμενικότητα" της επιστήμης.»
Με άλλα λόγια, όσο κι αν ο σουρεαλισμός διαλαλούσε περίτρανα τις απελευθερωτικές επιρροές του από το ασυνείδητο, το ονειρικό και το μαγικό με σκοπό τη διάρρηξη των δεσμών της αναπαράστασης, ο αποκρυφισμός και η μαγική σκέψη εξακολουθούσαν να αποτελούν υποκουλτούρα και κατώτερες, «ασόβαρες» ενασχολήσεις για το κίνημα. Ο σουρεαλιστής καλλιτέχνης εξακολουθούσε να έχει το «ελαφρυντικό» θα μπορούσαμε να πούμε της υποκειμενικής προσέγγισης έναντι στην αντικειμενική κρίση του επιστήμονα.
Εάν σκοπός του Σουρεαλισμού ήταν η απελευθέρωση της εσωτερικής μας πεταλούδας του χάους προκειμένου να έρθουν οι κατακλυσμικές ανατροπές που χρειαζόταν η μεσοπολεμική κοινωνία, το χάος της φύσης δεν αναγνωριζόταν ως αντικείμενο μελέτης της μαγείας. Η φύση, ακόμα και για τους σουρεαλιστές, εξακολουθούσε να υποτάσσεται στους ατσάλινους κανόνες της επιστήμης.
Σουρεαλίστρια ή μάγισσα;
Το 1940 ο E.L.T. Mesens, ηγετική μορφή της Βρετανικής Σουρεαλιστικής Ομάδας, ακολουθώντας τη «γραμμή» του Μπρετόν, θέτει τελεσίγραφο στη ζωγράφο Ithell Colquhoun (διαβάζεται Εθέλ Κολχούν) ότι αν δεν διακόψει τις σχέσεις της με τις ομάδες μελέτης και εξάσκησης αποκρυφισμού, στις οποίες ενθέρμως συμμετείχε από μικρή, θα έπρεπε να φύγει από το γκρουπ.
Και έτσι γίνεται.
Παρότι μια από τις πιο ενεργές και ταλαντούχες σουρεαλίστριες του Βρετανικού γκρουπ, με συμμετοχές σε σημαντικές εκθέσεις, αρθρογραφία στα σουρεαλιστικά περιοδικά και διθυράμβους από τα μεγάλα ονόματα του κινήματος, η Κολχούν αφήνει την Ομάδα των Σουρεαλιστών το 1940 και σταδιακά το όνομά της χάνεται από την ιστορία του κινήματος και της τέχνης γενικότερα, μένοντας εντέλει γνωστή κυρίως ως αποκρυφίστρια και για κάποια πολύ ιδιαίτερα γραπτά της, όπως τα ταξιδιωτικά Crying of the Wind: Ireland(1955) και The Living Stones: Cornwall (1957), το σουρεαλιστικό- αποκρυφιστικό της μυθιστόρημα Goose of Hermogenes (1961) και την ιστορία του Τάγματος της Χρυσής Αυγής (καμία σχέση με την ελληνική νεοναζιστική παράταξη) The Sword of Wisdom (1975).
Το ότι αποχώρησε από την επίσημη Βρετανική ομάδα των Σουρεαλιστών φυσικά δεν σήμανε στο ελάχιστο ούτε ότι η ίδια σταμάτησε να ζωγραφίζει, ούτε ότι σταμάτησε να θεωρεί την εαυτή της σουρεαλίστρια. Παραγωγικότατη, η Κολχούν παρέμεινε εξαιρετικά ενεργή και πιστή τόσο στις σουρεαλιστικές αρχές, όσο και στη μελέτη του αποκρυφισμού μέχρι το θάνατό της, το 1988 στην Κορνουάλη.
Γεννημένη στις 9 Οκτωβρίου του 1906 στις Ινδίες από Βρετανούς γονείς η Κολχούν σπούδασε στη Βρετανία, πρώτα στο Cheltenham School of Arts and Crafts και μετά στο περίφημο Slade School of Arts όπου και βραβεύτηκε για τον πίνακά της Η Ιουδίθ δείχνει το κεφάλι του Ολοφέρνη(1929), ένα έργο που θα μπορούσε να είναι φόρος τιμής στην σπουδαία αναγεννησιακή ζωγράφο Αρτεμισία Τζεντιλέσκι αφού λίγο καιρό αργότερα ζωγράφισε και την Σουζάνα με τους Πρεσβύτερους (1930), ένα ακόμα θέμα γνωστό από πίνακα της Αρτεμισίας.
Στο εντωμεταξύ ταξιδεύει πολύ, Γαλλία, Κορσική, Τενερίφη, περνώντας μεταξύ άλλων και μια περίοδο στην Ελλάδα όπου διατηρεί σχέση με μια μυστηριώδη Ελληνίδα, την Ανδρομάχη Κάζου.
Η ζωγραφική της έχει πολύ ιδιότυπες θεματικές που κινούνται ανάμεσα σε μια λεπτομερειακή βοτανολογία, μια εκ βάθους και ιδιόμορφη μελέτη της φυσικής ζωής και σε θέματα που αφορούν τη γυναίκα και τη σεξουαλικότητά της, όπως αναδύονται μέσα από θρύλους, μυθολογία και παραβολές. Στους πίνακες αυτούς η γυναικεία παρουσία είναι έντονη, δυναμική και αγέρωχη απέναντι στην αντρική εξουσία.


Στην Κρίση του Πάρη (1930) για παράδειγμα οι μορφές των τριών γυναικείων θεοτήτων που κρίνονται σύμφωνα με τον μύθο είναι εντυπωσιακά πιο επιβλητικές σε σχέση με την μορφή του κριτή τους ενώ ακόμα και στο Θάνατο της Λουκρητίας (1931) η Λουκρητία αν και λίγο πριν ξεψυχήσει μοιάζει ατρόμητη και απαστράπτουσα.
Ο σουρεαλισμός βέβαια, όπως και τα περισσότερα κινήματα του μοντερνισμού έχει καταγραφεί στην ιστορία της τέχνης μέσα από άντρες καλλιτέχνες, οι οποίοι παρά τον μνημειώδη αντίλογο τους απέναντι στις εξουσίες –κοινωνικές ή ψυχικές― διατηρούσαν ακλόνητες πατριαρχικές αντιλήψεις, όχι μόνο αντιμετωπίζοντας τις καλλιτέχνιδες του κινήματος πρωτίστως ως μούσες και κατά δεύτερον, αν και όταν, ως δημιουργούς ―σπουδαίες αντιπρόσωποι του κινήματος όπως η Eileen Agar, η Key Sage ή η Remedios Varo, γυναίκες ιδιαίτερα ταλαντούχες και πρωτοπόρες πέρασαν σε δεύτερο πλάνο στην ιστορία του κινήματος αποκλειστικά και μόνο λόγω του φύλου τους― αλλά και θεωρώντας τη σεξουαλική ελευθερία προνόμιο μόνο των αντρών.


«Οι άντρες [σουρεαλιστές] υποτίθεται ότι ήταν πολύ ελεύθεροι σεξουαλικά, όταν όμως μια γυναίκα υιοθετούσε την ίδια νοοτροπία […] η υποκριτική αναστάτωση ήταν τεράστια» έγραφε στην αυτοβιογραφία της η φοβερή και τρομερή Eileen Agar.
Επιχειρώντας να κλονίσει αυτές τις τόσο παγιωμένες θέσεις του άντρα καλλιτέχνη και της γυναίκας μοντέλου, η Κολχούν δεν διστάζει να εισάγει μέσα σε πίνακές της, όπως στα Scylla (1938), Tree Anatomy (1942) και Interior Landscape (1947), μέρη του σώματός της, όπως και γυναικεία ή αντρικά σεξουαλικά όργανα, παίζοντας με τις έννοιες της ηδονοβλεψίας, της επίδειξης και της γυναικείας σεξουαλικής απελευθέρωσης, σαν μια πρώιμη εικαστική κριτική στο male gaze.



Η ζωγράφος από πολύ μικρή ηλικία γοητεύεται από τον αποκρυφισμό και την ολιστική σκέψη και όταν ανακαλύπτει το σουρεαλισμό ψάχνει μέσα από τις πρακτικές του να φτιάξει έναν δικό της καλλιτεχνικό δρόμο ένωσης με τη φύση, μια δική της πλατφόρμα επιφοίτησης. Όπως γράφει ο μελετητής της ζωγράφου Richard Shillitoe, τη στιγμή που οι σουρεαλιστές χρησιμοποιούσαν τον αυτοματισμό και τα όνειρα –όπως και τις Φροϋδικές μεθόδους των ελεύθερων συνειρμών― κυρίως ως κατάδυση στο μέσα τους η Κολχούν ανατρέχει σε όλα αυτά ως μεθόδους προσέγγισης ενός ευρύτερου πνευματικού κόσμου, ως δρόμο ένωσης με τις φυσικές δυνάμεις, ως εξερεύνηση της φυσικής βούλησης ―όπως αργότερα θα χρησιμοποιούσε δηλαδή την τυχαιότητα και ο Cage ή όπως είδαμε να αντιλαμβάνεται τη μαγεία η Stengers. Η χρήση εξάλλου αυτή του αυτοματισμού ήταν ήδη εφαρμοσμένη πριν τους σουρεαλιστές και από τους μελετητές του μυστικισμού της εποχής. Αν λοιπόν οι σουρεαλιστές ανήγαγαν «μαγικές» πρακτικές σε καλλιτεχνικές, η Κολχούν ανήγαγε τον σουρεαλισμό σε πλατφόρμα για περεταίρω εμβάθυνση στη «μαγεία».
Ζωγραφίζοντας επιχειρούσε όχι να φτιάξει μια τεχνητή σύνδεση της εαυτής της με τον έξω κόσμο, αλλά να εμφανίσει την υπάρχουσα ―όπως όταν περνάμε με μολύβι ένα μη ορατό αποτύπωμα σε ένα χαρτί κι εκείνο εμφανίζεται― επιδεικνύοντας έτσι μια ολιστική κοσμοαντίληψη που θέλει άνθρωπο και φύση ως ένα.
Στα πρώτα σουρεαλιστικά της έργα οι επιρροές από τον ονειρικό παραλογισμό του Dali είναι εμφανείς όπως και τα μοτίβα των υπόκωφα τρομακτικών άδειων τοπίων που θυμίζουν De Chirico ή Ernst, ερημωμένοι χώροι όπου κάτι σκοτεινό ή μυστήριο υποδηλώνεται με κάποιον τρόπο ότι έχει συμβεί.


Αυτό όμως που περισσότερο στοιχειώνει τα τοπία της είναι ένα στοιχείο αλλαγής, μοιάζουν να βρίσκονται σε μια διαρκή κίνηση, ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν και πετρώματα σε μεταμόρφωση.


Οι πρακτικές της στην αναζήτηση του αόρατου, του πνευματικού και των δεσμών ανθρώπου και φύσης, δε, δεν παγιώθηκαν ποτέ. Πειραματιζόταν με αναρίθμητους τρόπους παραγωγής καλλιτεχνικού αυτοματισμού –κυρίως με την τεχνική της Decalcomania, μια διαδικασία τυχαίας εφαρμογής χρώματος σε χαρτί έτσι ώστε πιέζοντας ένα άλλο φύλλο χαρτιού πάνω από το πρώτο να αναπτύσσονται εικόνες―όπως και με διαφορετικά υλικά και τεχνικές μέχρι το τέλος της ζωής της.


Η Κολχούν έζησε για χρόνια μεταξύ Λονδίνου και Κορνουάλης όπου εξέθετε τη σουρεαλιστική δουλειά της αν και αποκηρυγμένη από το κίνημα, ενώ το σπίτι που ζούσε, όσο ήταν με τον σύντροφό της και ιστορικό τέχνης Toni del Renzio στο Λονδίνο, υπήρξε κέντρο συναντήσεων και συζητήσεων για καλλιτέχνες, αποκρυφιστές και διανοούμενους της εποχής.
«Η Ithell ήταν ανεπιτήδευτη και εκ πρώτης όψεως έμοιαζε μάλλον συνηθισμένη– αν και μερικές φορές φορούσε καφτάνια. Ξέραμε όμως ότι ασχολούταν με τον αποκρυφισμό και ότι με κάποιο τρόπο σχετιζόταν και με τον Aleister Crowley. (Μου είχε κάποτε πει ότι ο Κρόουλι είχε προσπαθήσει να την αποπλανήσει και την είχε κυνηγήσει γύρω από το σπίτι του.) Γνωρίζαμε επίσης ότι είχε παλιότερα παντρευτεί έναν ιστορικό τέχνης και κριτικό.»
λέει ο εκδότης Peter Owen που τη γνώρισε λίγο αργότερα και εξέδωσε τρία βιβλία της.
Η Κολχούν πέθανε το 1988 και άφησε τη δουλειά της πάνω στον αποκρυφισμό στην Tate και το υπόλοιπο καλλιτεχνικό της έργο στο Βρετανικό National Trust. Το 2019 όμως ανακοινώθηκε ότι περισσότερα από 5.000 σχέδια, σκίτσα και έργα τέχνης της ανήκουν πλέον στη δικαιοδοσία της Tate· μπορούμε λοιπόν να ελπίζουμε ότι μέσα στα επόμενα χρόνια θα δούμε μια εμβριθή παρουσίαση της δουλειάς της στο ίδρυμα (ήδη άλλωστε ετοιμάζεται η μεγάλη έκθεση μιας άλλη σπουδαίας και άγνωστης μέχρι τώρα ζωγράφου, με εξίσου έντονες αποκρυφιστικές επιρροές στη δουλειά της, της Hilma af Klint - εδώ ένα κείμενο για την Klint από έναν πολυαγαπημένο κριτικό τέχνης που έφυγε μέσα στο 2022).
(Για ό,τι παραπάνω θα θέλατε να μάθετε για την Colquhoun, το website της είναι πολύ πλούσιο και ενημερωμένο.)
Στο εδώ και το τώρα
Ο σουρεαλισμός εμφανίστηκε στην ιστορία της τέχνης οργανικά ―όπως γενικά αναπτύσσεται η τέχνη—ως αντίδραση στην απόλυτη κυριαρχία της λογικής, σε έναν ρασιοναλισμό που είχε σαρώσει κάθε μορφή μαγείας και θαύματος από τον Δυτικό κόσμο. Ο Α΄ΠΠ είχε καταστήσει την πραγματικότητα αφόρητη (το μέλλον που κατονομάζει η Woolf το 1915 έμελλε να είναι σκοτεινό). Η ανθρώπινη ανάγκη να αποστρέψει το βλέμμα από τη φρίκη του πολέμου οδηγούσε ή στην ενδοσκόπηση ή στην αναζήτηση της ελπίδας και του ελέγχου out there –οι σχολές του Φρόιντ και του Γιουνγκ αντιπροσώπευαν δύο δρόμους μέσα στην ίδια την ψυχανάλυση, έναν άκρως επιστημονικό και έναν πιο ανοιχτό στον μυστικισμό― κι ο σουρεαλισμός συνδύασε αυτές ακριβώς τις κατευθύνσεις, την ψυχανάλυση και τη μαγεία.
Αντίστοιχα μέσα στο παγκοσμιοποιημένο μας σήμερα, εν μέσω διαδοχικών κρίσεων που θέτουν υπό αμφισβήτηση τα ήθη της σύγχρονης Επιστήμης, η τέχνη, σε όλες της τι εκφράσεις, ψάχνει πάλι διεξόδους και η μαγική σκέψη υπήρξε πάντα μια επίφαση ελέγχου στο απρόβλεπτο.
Κι όσο η Stengers μεταφράζει την ανάγκη επαναπροσέγγισης της φύσης προοιωνίζοντας την ανάκτηση του ανιμισμού ως έναν νέου τύπου ματεριαλισμό, σύγχρονες καλλιτέχνιδες επιτελούν καλλιτεχνικά το discourse αυτό μέσα από ρηξικέλευθα έργα όπου το όραμα μιας νέας γεωπολιτικής, απελευθερωμένης από ανθρωποκεντρικές και νέο-αποικιοκρατικές εξουσιαστικές πολιτικές αρθρώνεται είτε προσεγγίζοντας τη φύση ως υποκειμενικότητα που μορφοποιείται μέσα από την ανόργανη ύλη, την πέτρα ή το νερό, όπως στη δουλειά της Rebecca Belmore από τη φυλή Anishinaabekwe του Καναδά ή της Jolene Rickard από το έθνος Τουσκαρόρα των Αυτόχθονων της Βόρειας Αμερικής, (εδώ ένα εξαιρετικό άρθρο πάνω στους νέους ματεριαλισμούς στην τέχνη)

είτε μέσα από τον μαγικό αφρο-φουτουρισμό όπως ενσαρκώνεται στη μεταμοντέρνα βουντού εικονοποιία της Κενυάτισσας Wangechi Mutu ή στις εναλλακτικές μυθολογίες της νιγηριανής Toyin Ojih Odutola.
Ταυτόχρονα, η καλπάζουσα φαντασία των σύγχρονων δημιουργών κινηματογραφικής ή λογοτεχνικής μυθοπλασίας ψάχνει το θαυμαστό μέσα από τα πολλαπλά σύμπαντα των πιθανοτήτων, όπου ενίοτε και η μαγική σκέψη υποβόσκει ως δυναμική μιας βαθειάς επιθυμίας αλλαγής.
Ακόμα και στο λάθος σύμπαν να είμαστε πάντως εύχομαι ολόψυχα καλή και μαγική χρονιά, και who knows, μπορεί η ευχή μου να κλονίσει έστω και λίγο το χωροχρόνο προς το καλύτερο.
Kαι για να αλαφρύνω τη διάθεση θα τελειώσω με κάτι σχετικό και υπέροχο:
(Is life free of destiny?)
(Επειδή φλυάρησα λίγο άσπλαχνα αυτή τη φορά δεν θα σας κουράσω και με υποσημειώσεις, από το επόμενο πάλι.)