Μήπως είναι ώρα να αποκτήσουμε αγαπημένες καλλιτέχνιδες;
(σκέψεις και προτάσεις για δύσκολες ερωτήσεις)
Μόνο όταν κάποιος αρχίζει να σκέφτεται τις επιπτώσεις του ερωτήματος ‘Γιατί δεν υπήρξαν σπουδαίες γυναίκες καλλιτέχνιδες;’ αρχίζει και να κατανοεί σε τι έκταση έχει καθοριστεί – και πολλές φορές έχει παραποιηθεί– η συνείδησή μας για την κατάσταση των πραγμάτων στον κόσμο από τον τρόπο που τίθενται οι πιο σημαντικές ερωτήσεις.
Linda Nochlin, ‘Γιατί δεν υπήρξαν σπουδαίες γυναίκες καλλιτέχνιδες;’
Untitled 1986. Courtesy of Alison Jacques. © The Archive of Maria Bartuszová
Πριν από ένα χρόνο περίπου και μετά από μια συζήτηση μεταξύ φίλων πάνω στο πόσες και ποιες καλλιτέχνιδες γνωρίζουμε και αγαπάμε, ξεκίνησα να ρωτάω άτομα που ξέρω από Ελλάδα, κυρίως όσες και όσους δεν ασχολούνται με την τέχνη συστηματικά, ποια είναι η αγαπημένη τους γυναίκα καλλιτέχνης ever, εκτός από τη Frida Kahlo.
Το αποτέλεσμα ήταν συνήθως αμηχανία.
Άκουσα τις αναμενόμενες επιλογές, όπως η Artemisia Gentileschi ή η Marina Abramovic, αλλά και κάποιες πιο ιδιαίτερες, όπως η Nelly’s ή η Jenny Saville, για τις περισσότερες και τους περισσότερους όμως, όσο εύκολο κι αν ήταν να ονομάσουν 2-3 άντρες καλλιτέχνες τόσο όταν επρόκειτο για γυναίκες η μνήμη κολλούσε συστηματικά.
Ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχω ανακαλύψει την Αμερική με αυτό το παιχνίδι. Και σίγουρα δεν πιστεύω – ή δεν θέλω να πιστεύω– ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν καμιά γυναίκα καλλιτέχνη, απλώς ότι τους έπιασα εξαπίνης και δεν ήταν εύκολο να φέρουν κάποιο όνομα άμεσα. Εκτός φυσικά από τη Φρίντα Κάλο για την οποία έπαιξε μεγάλο ρόλο τόσο η ταινία όσο και η εμπορευματοποίηση του ονόματός της στη φήμη της (και όχι μόνο για το ελληνικό κοινό) και γι’αυτό και την έβγαλα από τις επιλογές.
Αυτή η δυσκολία δεν υφίσταται όταν πρόκειται για άντρες καλλιτέχνες. Ένας Picasso, ένας Matisse ή ένας Rodin, ο Τσαρούχης ή ο Μόραλης έρχονται πάντα εύκολα στο νου, ενίοτε και ο Hirst ή ο Koons.
Δεν θα ακούσεις όμως με τέτοια άνεση να αναφέρονται στη Bourgois ή στην Hepworth ή στη Bethe Morisotte, ούτε στην Αλταμούρα, την Παπά ή την Παπακωνσταντίνου, ούτε καν να φέρουν στη συζήτηση τη Yoko Ono (που ο περισσότερος κόσμος ούτε καν γνωρίζει ότι είναι σπουδαία εικαστικός) ή έστω τις Pussy Riot που τόσο έχουν ακουστεί τα τελευταία χρόνια.
Το πρόβλημα δεν είναι η τέχνη ως γενική γνώση αλλά συγκεκριμένα η γυναικεία της πτυχή.
Δεν σκοπεύω να αναπτύξω εκτενώς σήμερα το θέμα που τόσο ωραία και πολύπλευρα έχουν θίξει σπουδαίες ερευνήτριες και καλλιτέχνιδες, (αναφέρω πολύ πολύ ενδεικτικά τη Linda Nochlin, τις Rozsika Parker και Griselda Pollock, τη Judy Chicago, τις Guerilla Girls και πολλές άλλες φυσικά στις οποίες θα επιστρέφω συχνά) – αν και θα αιωρείται πάντα πάνω από όλα όσα σκοπεύω να θέτω προς συζήτηση εδώ.
Ούτε να αντιταχθώ στο ότι η σπουδαία τέχνη δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται γυναικεία ή αντρική.
(Όταν μου λένε ότι είμαι η καλύτερη γυναίκα ζωγράφος τους απαντάω ότι είμαι μια από τους καλύτερους ζωγράφους που έχουν ποτέ υπάρξει γενικώς είχε πει αποστομωτικά η Georgia O’Keeffe πάνω σε αυτό.)
Το μόνο που ψάχνω, και προσπαθώ να κάνω και με τούτο το εγχείρημα, είναι έναν τρόπο να βοηθήσω κι εγώ όσο μπορώ –να βάλω ένα λιθαράκι ή μια βελονιά— στο να γίνουν οι γυναίκες καλλιτέχνες και κάθε είδους θηλυκότητα –από κάθε περίοδο της ιστορίας της τέχνης και κάθε εθνικότητας– πιο γνωστές και οικείες τουλάχιστον στο ελληνικό κοινό.
Γι’ αυτό και σε όλη τη μέχρι τώρα αρθρογραφία μου (πχ ή πχ ή πχ) επιζητώ κυρίως να μιλώ για δουλειές κι εκθέσεις θηλυκοτήτων και δη ακόμα άγνωστων καλλιτέχνιδων, ενώ κάποια ακόμα πλάνα είναι στα σκαριά προς αυτή την κατεύθυνση.
Γι’αυτό και άφθονα ονόματα γυναικών καλλιτεχνών θα συχνάζουν σε όλα τα newsletters που θα ακολουθήσουν.
Ευτυχώς το Λονδίνο ανά πάσα στιγμή δίνει πολλά ερεθίσματα για να ανακαλύψει κανείς νέες καλλιτέχνιδες, που μέχρι να σκάσει το #metoo και οι νέες ευαισθητοποιήσεις που πυροδότησε, δεν γνωρίζαμε. Ό,τι και να γίνεται στα μεγάλα ιδρύματα, πάντα στις γκαλερί μπορείς να ανακαλύψεις καινούρια ονόματα δημιουργικών θηλυκοτήτων.
Αυτή τη στιγμή, πάντως, στην Tate Modern τρεις πολύ σημαντικές γυναίκες εκθέτουν τη δουλειά τους. Για την Yayoi Kusama δεν θα μιλήσω εδώ αφού έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί άπειρα –μπορώ όμως πάντα να σας παραπέμψω εδώ για μια εμβριθή κριτική της έκθεσής της—και για την καταπληκτική και ευαίσθητη δουλειά της ποιήτριας Cecilia Vicuna, που πήρε ειδικό βραβείο στη φετινή Μπιενάλε και είχε κάνει ιδιαίτερη αίσθηση και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Documenta14, ευελπιστώ να μιλήσω πιο αναλυτικά σε ένα μελλοντικό newsletter.
Σήμερα θέλω να προτείνω την έκθεση της Σλοβάκας καλλιτέχνιδος Maria Bartuszova (διαβάζεται Μπάρτουζβα), την οποία θυμήθηκα με την ευκαιρία της Biennale της Βενετίας, είδα δουλειά της εκεί, και με χαρά την ξαναβρήκα στην αναδρομική της στην Tate.
Η δουλειά της Bartuszova, που κι αυτή άρχισε να ακούγεται μόνο τα τελευταία χρόνια –και συγκεκριμένα από την Documenta του 2007 και μετά– καθότι γυναίκα και δη από την κεντροανατολική Ευρώπη, μια περιοχή ιδιαίτερα παραμελημένη από την πολιτιστική έρευνα και αρθρογραφία –αν εξαιρέσουμε την Abramovic φυσικά– , είναι γεμάτη εύθραυστα κελύφη, καλούπια και αρνητικές επιφάνειες από γύψο ή από μέταλλο. Μέσα σε αυτά τα ιδιαίτερα αποστειρωμένα περιβάλλοντα που προκύπτουν από τα αντικείμενά της, αναδύεται κάτι εξαιρετικά ευαίσθητο και λεπτεπίλεπτο, αλλά την ίδια στιγμή ψυχρό έως νοσοκομειακό, και κάποιες στιγμές ασφυκτικό, αφού η ευαισθησία είναι μια ασφυκτική κατάσταση, ιδιαίτερα για ένα κοινωνικό μοντέλο που θέλει την επιβίωση προνόμιο των πιο δυνατών.
Untitled (Drop) 1963-4. Tate, Purchased with funds provided by the Edward and Agnès Lee Acquisition Fund 2016. © The Archive of Maria Bartuszová
Στην έκθεση η αλήθεια είναι ότι φοβάσαι συνέχεια μην σπάσεις κάτι από τη μία, από την άλλη θέλεις να τα αγγίξεις όλα αυτά τα πανέμορφα και παράδοξα αντικείμενα, αλλόκοτες οργανικές μορφές που μέσα στις ρωγμές και τις ατέλειές τους μοιάζουν είτε με εκμαγεία γεμάτα δυνατότητα, είτε με κελύφη που έχουν πέσει, έχουν κάνει τη δουλειά τους και πλέον φωνάζουν μια άχρηστη, παλιά ομορφιά, μια αφήγηση από κάτι που έχει πια τελειώσει.
Folded Figure II (Haptic) 1967. The Estate of Maria Bartuszová, Košice and Alison Jacques, London © The Archive of Maria Bartuszová, Košice. Photo courtesy Michael Brzezinski
Πρόκειται για μια πολύ γυναικεία αίσθηση της πραγματικότητας, ιδιόμορφα και ευφυώς δοσμένη μέσα από το ανεικονικό και το αφηρημένο. Οι βιομορφικές παραπομπές της μιλάνε για ευαλωτότητα και δύναμη, για το παράδοξο του (γυναικείου) σώματος που μπορεί να είναι τόσο ανθεκτικό όσο και τρωτό την ίδια στιγμή.
Egg, but not Columbus's 1987. Slovak National Gallery
Ιδιαίτερα αυτή η εμμονή που έχει με το σχήμα του αυγού αλλά και το αυγό ως σύμβολο μου θύμισε μια άλλη καλλιτέχνη που επίσης το έχει χρησιμοποιήσει πολύ στη δουλειά της, κυρίως ως σύμβολο εγκλεισμού και γυναικείας αποσιώπησης, την Βραζιλιάνα Anna Maria Maiolino.
n-Out (Antropofagia) [In-Out (Antropophagy)], from the series Fotopoemação [Photopoemaction], 1973/74–2000 (detail), Photo: Max Nauenberg, Courtesy the artist and Galleria Raffaella Cortese, Milan
Και ήταν σε μια έκθεση της Maiolino στη White Chapel πριν 3 χρόνια που για πρώτη φορά είχα σκεφτεί πόσο γόνιμο σύμβολο είναι το αυγό ιδιαίτερα για το σχολιασμό της γυναικείας κατάστασης. Από τα θέματα γονιμότητας και της δυνατότητας ζωής που κουβαλάει μέχρι την ευθραυστότητα του, και από τη βρωσιμότητά του μέχρι την κλειστότητα και την απόρθητη, περιοριστική φύση του.
Maria Bartuszová in her studio with sculptures, Košice, Slovakia 1987, printed 2022. Reproduced from the Archive of Maria Bartuszová
Όλα αυτά βρίσκουν μια χαρά τη θέση τους μέσα στους καλλιτεχνικούς προβληματισμούς της Bartuszova, μαζί με ζητήματα διασυνδεσιμότητας των φυσικών οντοτήτων και εξερεύνησης των υλικών, όπως επίσης και μέσα από τις προσπάθειές της να συνδυάσει τη δουλειά της με τη μητρότητα.
Ίσως επειδή είχα τόσο λίγο χρόνο ανάμεσα στις αναθέσεις και τη φροντίδα του παιδιού, ίσως γι'αυτό είχα την ιδέα καθώς παίζαμε με τα φουσκωτά μπαλόνια να φυσήξω ρευστό γύψο μέσα σε ένα μπαλόνι. –Maria Bartuszová, μετά το 1985
Μέσα από αυτή τη διάδραση μάλιστα και το παιχνίδι προέκυψε και η πρακτική του "pneumatic casting”, “χύτευση πεπιεσμένου αέρα” θα μπορούσαμε να το πούμε. Παίζοντας με μπαλόνια με την κόρη της, σκέφτηκε αρχικά να βάλει γύψο μέσα και μετά γύρω τους φτιάχνοντας έτσι άδειους όγκους, ευαίσθητες καμπύλες επιφάνειες που παρέπεμπαν σε αυγά ή όστρακα τα οποία και την οδήγησαν σε νέους καλλιτεχνικούς δρόμους.
Μεταφράζω εδώ το κείμενο του ερευνητή Stefano Mudu για τον κατάλογο της Biennale:
Στη δουλειά της Maria Bartuszova που αποτελείται από περισσότερα από 500 έργα, ανιχνεύονται σημεία ενός μυστήριου φυσικού κόσμου. Στα 1960s, μόλις είχε φύγει από την πατρίδα της Πράγα για το Kosice, η καλλιτέχνης ξεκίνησε μια ευαίσθητη αλλά εμμονική έρευνα πάνω στη χρήση ταπεινών υλικών για να εξερευνήσει την παραγωγική δύναμη των φυσικών φαινομένων. Κρεμώντας λαστιχένια μπαλόνια από ψηλά και γεμίζοντάς τα με γύψο, η B. χρησιμοποίησε την δύναμη της βαρύτητας για να δημιουργήσει στρογγυλές αφηρημένες φόρμες που θυμίζουν φωλιές, σπόρους και αυγά, ή μητρικά και ερωτικά μέρη του σώματος. Στα 80s αδιαμφισβήτητα επηρεασμένη από τη φύση, παρήγαγε μια σειρά από ωοειδή γλυπτά που προσομοιάζουν την αγνότητα και την εφήμερη φύση οργανικών μορφών. Η Β. δημιούργησε αυτά τα λεπτά εύθραυστα κελύφη από ενιαία ή θρυμματισμένη ύλη χρησιμοποιώντας μια τεχνική που λέγεται «χύτευση πεπιεσμένου αέρα»(«pneumatic casting»), που γίνεται καλύπτοντας τα μπαλόνια με γύψο αντί να τα γεμίζει (…) Αυτοί οι «ζωντανοί οργανισμοί» όπως τους αποκαλεί η Β. μοιάζουν αναπόφευκτα με κουκούλια ή αυγά που είτε έχουν εκκολαφθεί είτε βρίσκονται πάνω στην διαδικασία της εκκόλαψης, και το γεγονός ότι συχνά είναι δεμένα και συγκεντρωμένα πολλά μαζί παραπέμπει σε μια συμπεριληπτική κοινωνία.
Η δουλειά της Bartuszova είναι γεμάτη αφορμές για brainstorming και καθώς δεν έχω σκοπό να μακρηγορήσω ή να κάνω κριτική της έκθεσης, παρά μόνο να κάνω γνωστό το όνομα και τη δουλειά της, να ενθαρρύνω όποια και όποιον μπορεί να δει το show ή απλώς να την ψάξει και ίσως να γίνει μια από τις αγαπημένες τους καλλιτέχνιδες, θα σταματήσω εδώ.
Για ό,τι παραπάνω η Tate προσφέρει γενναιόδωρο υλικό πάνω στη ζωή και την καριέρα της εδώ, κι εδώ μπορείτε να δείτε και έργα της από τη Biennale που παρουσιάστηκαν ως μέρος της κεντρικής έκθεσης της διοργάνωσης.
Δυο λόγια πάνω στη Biennale που είχα την τύχη να επισκεφθώ τον Οκτώβρη και τη θεώρησα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες Biennale των τελευταίων ετών, πιο ανοιχτή, θηλυκή, δημοκρατική και διαλεκτική από ποτέ.
Η Cecilia Alemani, που επιμελήθηκε την κεντρική έκθεση με τίτλο The Milk Of Dreams (Το γάλα των ονείρων) εμπνευσμένη από το ομώνυμο βιβλίο της Leonora Carrington και τον σουρεαλισμό ως ουτοπικό —και γυνεικείο— όραμα, εισήγαγε πέντε «κάψουλες» ιστορικού ενδιαφέροντος (όπως τις ονόμασε) στις οποίες έστησε ας πούμε μικρές εκθέσεις μέσα στη μεγάλη.
Η πρώτη κάψουλα με τίτλο The witch’s cradle (Το λίκνο της μάγισσας) αφορούσε την avant-garde και ήταν αφιερωμένη στις γυναίκες σουρεαλίστριες των αρχών του 20ου αιώνα.
Στη δεύτερη με τίτλο Technologies of Enchantment (Τεχνολογίες της σαγήνης) εξερευνά τις διαδράσεις ανθρώπου και μηχανής μέσα από κινητικά γλυπτά και τέχνη φτιαγμένη από προγράμματα υπολογιστών.
Στην κάψουλα με τίτλο Corps Orbite (Η τροχιά των κορμιών) (εδώ υπάρχει ένα λεκτικό παιχνίδι με την ορθογραφία του orbit-e που με e στο τέλος σημαίνει επίσης και κόγχη ματιού, πυροδοτώντας συνειρμούς πάνω στο βλέμμα, τον σουρεαλισμό και την συγκεκριμένη ποίηση) επικεντρώθηκε στη γλώσσα, την συγκεκριμένη ποίηση (Concrete Poetry) και τη θηλυκή γραφή, ενώ στην τέταρτη κάψουλα με τον χορταστικό τίτλο A leaf, a gourd, a shell, a net, a bag, a sling, a sack, a bottle, a pot, a box, a container (Ένα φύλλο, μια κολοκύθα, ένα όστρακο, ένα δίχτυ, ένας μάρσιπος, ένα σακί, ένα μπουκάλι, μια κατσαρόλα, ένα κουτί, ένα δοχείο), αφορμή ήταν ένα δοκίμιο της σπουδαίας συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας Ursula Le Guien, το The carrier bag theory of fiction (Η θεωρία της τσάντας μεταφοράς για τη λογοτεχνία) (για το συγκεκριμένο έχω γράψει 2-3 πράγματα εδώ), και είχε να κάνει με τους συμβολισμούς και την νοηματική και εικονιστική δύναμη του δοχείου.
Η πέμπτη κάψουλα τέλος έχει τίτλο Seduction of the Cyborg (Η αποπλάνηση του σάιμποργκ) κι είχε ως έμπνευση φυσικά το περίφημο Cyborg Manifesto (Μανιφέστο του σάιμποργκ) της Donna J. Haraway και το ουτοπικό του κοινωνικό όραμα. (Στο θέμα του cyborg στο μετα-ανθρώπινο και τους νέους γυναικείους φουτουρισμούς θα επιστρέψω - προς το παρόν περισσότερα στοιχεία γι’ αυτό το θρυλικό –ή θρυλικά δύσκολο κείμενο– μπορείτε να βρείτε σε αυτό το επεισόδιο από τις Εντιμότατες Φίλες, τη σειρά podcast που κάνουμε με τη Μαρίνα Λαγού.)
Η δουλειά της Bartuszova με τα ευαίσθητα αλλά γεμάτα από συνειρμούς κελύφη της ήταν μέρος της πρώτης κάψουλας, μαζί με έργα των Ruth Asawa, Aleta Jacobs, Maruja Mallo, Maria Sybilla Merian, Sophie Tauber-Arp, Toshico Tacaezu, Tecla Tofano και Bridget Tichenor.
Κάτι άλλο που θα ήθελα να προσθέσω εδώ είναι το πόσο ενδιαφέρον βρίσκω το τοπίο της γυναικείας τέχνης της κεντροανατολικής Ευρώπης και πόσο χαίρομαι που αρχίζει να αναδεικνύεται σιγά σιγά μαζί με όλα τα νέα τοπία που επιτέλους ξεθολώνουν και αποκαλύπτονται με κάθε προσπάθεια απο-αποικιοποίησης του κόσμου της τέχνης.
Πριν ακριβώς δυο χρόνια, εν μέσω Covid, σε μια μικρή αλλά εξαιρετική έκθεση εμπνευσμένη από τα γραπτά της Hannah Arendt, στην γκαλερί του Richard Saltoun, με τίτλο Our inheritance was left to us by no testament (Η κληρονομιά μας μάς αφέθηκε χωρίς διαθήκη) , ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το τοπίο αυτό, μέσα από κάποια πραγματικά συγκλονιστικά έργα, όπως τα σουρεαλιστικά γλυπτά της Πολωνής επιζήσασας του ολοκαυτώματος Alina Szapocznikow, την ονειρική ζωγραφική της Ουκρανής Erna Rosenstein, τις αποσταθεροποιητικές φωτογραφίες της Běla Kolářová και τις απίστευτες υφαντές εγκαταστάσεις της Πολωνής Barbara Levittoux-Swiderska (ανάμεσα σε άλλες καλλιτέχνιδες). Όλες ονόματα που άκουγα για πρώτη φορά.
Colored polyester resin and glass, 3 3/16 x 4 5/16 x 5 1/8″ (8 x 11 x 13 cm). Kravis Collection.
© The Estate of Alina Szapocznikow/Piotr Stanisławski/ADAGP, Paris. Photo by Thomas
Mueller, courtesy Broadway 1602, New York, and Galerie Gisela Capitain GmbH, Cologne
Πριν 1-2 μέρες μάλιστα βρήκα δουλειά της Běla Kolářová στο Photographers’ Gallery στην πολύ επίκαιρη έκθεση – εναλλακτική ιστορία της φωτογραφίας , ενώ την Erna Rosenstein τη συνάντησα και σε μια άλλη συναρπαστική έκθεση στην Tate Modern, που αφορούσε στον σουρεαλισμό ως ανοιχτό τοπίο, το μη δυτικό και άγνωστο σουρεαλισμό, και παρουσιάστηκε πέρσι (από την οποία όμως δυστυχώς έλλειπε η Szapocznikow).
Σε κάθε περίπτωση, η ενημέρωση της ιστορίας τέχνης, αν και πολύ αργά, μοιάζει τελικά να συμβαίνει. Και στη γυναικεία τέχνη της κεντροανατολική Ευρώπης όπως και στην πολύ ιδιαίτερη περίπτωση της Szapocznikow θα επανέλθω σύντομα.
Προς το παρόν και καθώς αγγίξαμε έστω και σε πρώτο μόνο επίπεδο τη (μεγάλη) κουβέντα της σχέσης γυναίκας και τέχνης θα ήθελα να μοιραστώ το βιβλίο που διαβάζω αυτόν τον καιρό όχι μόνο γιατί είναι πολύ καλογραμμένο και ευκολοδιάβαστο αλλά και γιατί καταπιάνεται με άβολα θέματα, δυσθεώρητες πλευρές της χειραφέτησης της γυναίκας και τις τρικλοποδιές που ο δυτικός κανόνας αλλά και η pop culture εξακολουθούν να βάζουν ενίοτε ανύποπτα σε όλες τις προσπάθειες που γίνονται να κλονιστούν τα στερεότυπα που κρατάν πίσω τις θηλυκότητες.
Στο Women in the picture. Women, Art and the Power of looking (Η γυναίκα στην (μεγάλη) εικόνα. Γυναίκες, τέχνη και η δύναμη του βλέμματος) η Catherine McCormack μας μιλάει για τα γυναικεία στερεότυπα, και τους μηχανισμούς παγίωσης και διαιώνησής τους μέσω της αναπαράστασης των γυναικών στην τέχνη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Μεταφράζω εδώ ένα μικρό απόσπασμα που έχει να κάνει με την απεικόνηση της μητρότητας στην pop culture και που ομολογώ με έβαλε σε σκέψεις:
Ενόσω καλλιτέχνες από την Berthe Morisot έως την Beyoncé έχουν ανοίξει διάλογο πάνω σε υποβόσκουσες πολιτικές και πολυπλοκότητες πίσω από τις εικόνες των μαμάδων, οι mainstream σύγχρονες απεικονίσεις της μητρότητας τείνουν ακόμα να ισοπεδώνουν την εμπειρία της σε ένα δίπολο μεταξύ ταλαιπωρίας ή μιας μη ρεαλιστικής αρετής. Αυτές ο απεικονίσεις εμπίπτουν γενικά είτε στο κωμικό στερεότυπο της γυναίκας που βρίσκεται μέσα στο άγχος, την κατάθλιψη και την ταλαιπωρία που βρίσκουμε σε μετα-φεμινιστικές τηλεοπτικές και κινηματογραφικές κωμωδίες όπως το Motherland ή το Bad Mothers (μερικές φορές το στερεότυπο αυτό συναντάται ως “slummy mummy”) μέχρι τις απίστευτα τέλειες “yummy mummies” των social media που αντιπροσωπεύουν ένα ιδανικό εξίσου ανέφικτο με την άψογης εμφάνισης, παθητική και αυτοθυσιαστική Παρθένο Μαρία.
Ας δούμε πρώτα την ταλαιπωρημένη γυναίκα στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, καθώς αυτή έχει γίνει το πρότυπο μητέρας στο σινεμά και την τηλεόραση των τελών του 20ου και αρχών του 21ου αιώνα. Μερικά από τα παθήματά της έχουν γίνει τα καθιερωμένα κωμικά κλισέ της ζωής μιας μαμάς. Όλοι τα ξέρουμε αυτά τα σχήματα: υπάρχει πάντα μια μόνιμη λίστα υποχρεώσεων που περιλαμβάνει συνήθως μια σχολική παράσταση ή έναν διαγωνισμό ψησίματος κέικ που επηρεάζουν απίστευτα την θέση της μαμάς στην τοπική κοινότητα; ένας τεμπέλης ή απών σύντροφος; ένας λεκές από καφέ στα ρούχα της δουλειάς στο δρόμο για μια σημαντική επαγγελματική συνάντηση; και η αναπόφευκτη πλοκή κατά την οποία η μαμά πρέπει να επιλέξει μεταξύ του άρρωστου παιδιού στο κρεβάτι ή ενός ραντεβού που καθορίζει την καριέρα της. Όσο κι αν αυτά τα επαναλαμβανόμενα στερεότυπα έχουν σκοπό να προκαλέσουν μια κωμική ανακούφιση και αλληλεγγύη μεταξύ εκείνων που βλέπουν εκδοχές της δικής τους ζωής μέσα σε όλες αυτές τις γκάφες, περισσότερο χρησιμεύουν στην ομαλοποίηση του ότι τα τρέχοντα συστήματα παιδικής φροντίδας και γονικών αδειών έχουν αποτύχει να στηρίξουν τις γυναίκες συναισθηματικά και επαγγελματικά, παρ'ότι στην κριτική τους. Το στερεότυπο της "κακής μαμάς" μπορεί να διερευνά επιφανειακά την επιλόχεια κατάθλιψη, την διαταραγμένη λίμπιντο, τις έμφυλες πιέσεις, την καταπίεση στο χώρο εργασίας και τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες και εμπόδια που μπαίνουν στις ζωές των γυναικών, αλλά ακόμα πιο συχνά αυτός ο χαρακτήρας της γίνεται γκροτέσκος και υπερβολικός προκειμένου να ενισχυθεί η κωμική του αξία.
Αφήνω αυτά εδώ ως τροφή για σκέψη και θα επιστρέψω πολύ σύντομα.
Τελειώνω με ένα τραγούδι από τους Kinks που άκουσα προχθές στο ραδιόφωνο και όχι μου έφτιαξε στιγμιαία την διάθεση μέσα στη μουντάδα του φθινοπωρινού Λονδίνου αλλά και μου έδωσε έμπνευση για τον τίτλο του Newsletter.
(Για να μην αποφύγω το ερώτημα που έδωσε αφορμή στο newsletter, έχω πολλές αγαπημένες καλλιτέχνιδες και το ποια προτιμώ αλλάζει ανάλογα με τα εκάστοτε ενδιαφέροντα και φάσεις μου. Αυτή τη στιγμή, ας πούμε, είμαι κάπου ανάμεσα στη Cecilia Vicuna γιατί βρίσκω συναρπαστικό το πηγαινέλα ανάμεσα στην ποίηση και τις εικαστικές τέχνες, την Ana Mendieta —που είναι κάτι σαν all-time favourite σε κάθε περίπτωση— για το πώς η τέχνη της συνδυάζει ορμή και ευαισθησία και την Adrian Piper γιατί στα πλαίσια της διεπιστημονικότητας με εξιτάρουν οι συναντήσεις φιλοσοφίας, φεμινισμού και τέχνης. Και οι τρεις φυσικά θεωρώ ότι έχουν προσφέρει και προσφέρουν μέσω της δουλειάς τους στην προώθηση της φεμινιστικής σκέψης και την ορατότητα των γυναικών.)
(Θα χαρώ πολύ να ακούσω τη γνώμη σας για όλα αυτά όπως και τις δικές αγαπημένες καλλιτέχνιδες.)
Καλό Νοέμβρη λοιπόν και may woman power be with you.